Ἄϊς Βασίλης ἔρχεται
ἀπό τήν Καισαρία.
Βαστᾶ λιβάνι καί κερί
χαρτί καί καλαμάρι.
Τό καλαμάριν ἔγραφε
καί τό χαρτίν ἐμίλει.
- Βασίλη πόθεν ἔρχεσαι
καί πόθεν κατεβαίνεις;
- Ἀπό τῆς μάννας μου μ’ ἔρχομαι
καί στό σχολειό μου πάγω.
- Κάτσε νά φᾶς κάτσε νά πιῇς,
κάτσε νά τραγουδήσῃς.
- Ἐγώ γράμματα μάθαινα
τραγούδια δέν ἠξεύρω.
Καί ἄν ηξεύρῃς γράμματα
πές μας τήν ἀλφαβήτα.
Καί τό ραβδί ἀκούμπησε
νά πῇ τήν ἀλφαβήτα.
Καί τό ραβδί 'τανε ξερό
Χλωρά βλαστάρια ἐπέτα
Κι’ ἀπάνω στἀ βλαστάρια του
Τ’ ἀηδόνια κελαηδοῦσαν
Κι’ ὅχι τ’ ἀηδόνια μοναχά
Μόν’ κ’ οἱ περδικοῦλες.
Πηγάδια, πετροπήγαδα
Κι’ αύλές μαρμαρωμένες,
Νά κατεβαίνῃ ἡ πέρδικα
νά πίνῃ ν’ ἀνεβαίνῃ,
νά βρέχῃ τά χρυσά φτερά
νά λούζῃ τόν ἀφέντη.
- Ἀφέντη πόθεν ἔρχεσαι;
- Ἀπ’ τό γιαλό βρεμμένος
Ἀπ’ τήν Καμάρα(1) δροσερός
Ἀγγελοκαμωμένος.
Ἐσένα πρέπει, ἀφέντη μου,
καρέκλα ἀσημένια
νά ἀκουμπᾶς τή μέση σου
τή μαργαριταρένια.
Καί πάλι ξαναπρέπει σου
Καράβι ν’ ἀρματώσῃς
καί τά σχοινιά τοῦ καραβιοῦ
νά τᾶ μαλαματώσῃς.
Στήν πλώρη νἆν’ ὁ βασιληάς
στήν πρύμνη ὁ νοικοκύρης
καί μεσ’ τή μέσ’ τοῦ καραβιοῦ
νά στέκ’ ὁ Ἄϊ Βασίλης.
Στήν Ἐγκλιτέρα νά διαβῇς
λίρες νά τό φορτώσῃς.
Πολλά ’παμε τ’ ἀφέντη μας,
ἄς ποῦμ’ καί τῆς κερᾶς μας,
κερά ψιλή, κερά λιγνή,
κερά καμαροφρύδα,
ἔχεις τόν ἥλιο πρόσωπο
καί τό φεγγάρι ἀστήθη
καί τοῦ κοράκου τό φτερό
ἔχεις καμαροφρύδι.
Ὅντας σ' ἐγέννα ἡ μάννα σου
κι’ ὅντας σέ κοιλοπόνα
τό κεπαρίσσι ἀγκάλιασε
καί σ’ ἔγβαλε Πατρώνα.
Τό κάδρο σου τό φέρανε
ἀπό τήν Αλισβώνα.
Ὅταν σειστῇς καί λυγισθῇς
νά πᾶς στήν ἐκκλησιά σου
χρυσά λουλούδια πέφτουνε
ἀπ’ τήν περπατησιά σου.
Πολλά ’παμε καί τῆς κερᾶς
Ἄς ποῦμε καί τῆς κόρης.
Ἔχεις καί κόρην ὤμορφη
πού δέν τήν ἔχει ο Ρήγας
μήτε στήν Πόλη βρίσκεται
μήτε στή Βενετία.
Γραμματικός τή ζήτησε
πολλά προικιά γυρεύγει
γυρεύγει ἀμπέλια ἀτρύγητα,
κάμπους μέ τά σιτάρια.
Γυρεύγει καί τή θάλασσα
μέ οὕλα τά καράβια.
Γυρεύγει καί τόν κυρ βορῃᾶ
νά τά καλαρμενίζῃ.
Πολλά ’παμε τῆς κόρης σας
ἄς ποῦμε καί τοῦ γυιοῦ σας.
Ἔχεις καί γυιό στά γράμματα
καί γυιό στό ψαλητήρι,
να δώσῃ ὁ Θιός κι’ ἡ Παναγιά
νά βάλῃ πετραχήλι.
Πολλά ’παμε τοῦ γυιόκα σας
ἄς ποῦμε καί τοῦ χρόνου.
Τοῦ χρόνου καί τ’ αντίχρονου
σάν τοῦτες τίς ἡμέρες
νά εἴμαστε χαρούμενοι
καί καλοκαρδισμένοι.
Ἄνοιξε τ’ ἀργυρό κλειδί
τ’ ἀργυροκουδουνᾶτο
κι’ ἄν ἔχης καί γλυκό κρασί
κέρνα τά παλληκάρια(2)
πέτρα νά μή ’ραΐσῃ
κι' ὁ νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ
Χίλια χρόνια νά ζήσῃ.
.
(1) Καμάρα, ἡ παρά τό ἐπιθαλάσσιον κάστρον συνοικία τῆς Ἄνδρου, ἔνθα κατώκουν οἱ ναυτικοί τῆς Ἄνδρου
(2) Τ’ ἀρχοντόπουλα τῆς Μεσαριᾶς καί τῶν Ἀποικίων ἔλεγον:
Ἄν εἶναι κοῦκλος θέμεν τον,
Καπόνι παίρνομέν το,
Ἄν εἶναι καί προβυζαστό
Στανιό γουστάρομέν το.
(Κατά σημείωμα τοῦ Ἰωάννου Γ. Δελαγραμμάτικα)
Έκδοση 1936
Ευχόμαστε σε όλους ένα 2009 γεμάτο υγεία, χαρά και ευτυχία
1 σχόλιο:
Και για τον φίλο μου τον cretan-dolphine (πορωμένο κρητικό) με τις καλλίτερες ευχές για το 2009
Γιώργος
Κρητικά παραδοσιακά κάλαντα της Πρωτοχρονιάς
Ανοίξετε τη πόρτα σας
τα κάλαντα να πούμε
και βάλτε και μιά ρακή
για να σας ευχηθούμε
"Ταχιά ταχιά ‘ναι 'αρχιχρονιά
Πρώτη γιορτή του χρόνου,
αρχή που βγήκε ο Χριστός
στη γη να περιπατήσει.
Και εβγήκε και χαιρέτησε
όλους τους ζευγολάτες.
Και ο πρώτος που χαιρέτησε
ήταν Άγιο Βασίλης
-Καλώς τα κάνεις Βασιλειό,
καλόν ζευγάριν έχεις.
-Καλό το λες αφέντη μου καλό
και ευλογημένο,
η χάρη σου το βλόγησε
με το δεξιό σου χέρι,
με το δεξιό με το ζερβό
με το μαλαματένιο.
-Για πες μου Άη Βασίλη μου
πόσα μουζούρια σπέρνεις;
-Σπέρνω σταράκι δώδεκα,
κριθάρι δέκα πέντε
ταγή και ρόβι δεκαοχτώ
κι από νωρίς στο στάβλο.
Φέρε καρύδια, κάστανα,
πανιέρια λεπτοκάρυα
και φέρε και γλυκό κρασί
να πιουν τα παλικάρια
Και από την μαύρη όρνιθα
κανένα αβγουλάκι
και αν είναι από τη γαλανή
ας είν’ και ζευγαράκι
Και από το λαδοπίθαρο
κια μια οκά λαδάκι
και ας είναι και περισσότερο
κρατούμε εμείς ασκάκι
Τέσσερα πέντε πράγματα
που τάχει η περιστέρα
ανοίξετε την πόρτα σας
να πούμε καλησπέρα.
Δημοσίευση σχολίου